- ἀδελφομιξία
- ἀδελφο-μιξία, ἡ,A marriage of brother and sister, Tz.H.1.590.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδελφομιξία — ἀδελφομιξίᾱ , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem nom/voc/acc dual ἀδελφομιξίᾱ , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφομιξία — η (Μ ἀδελφομιξία) συνουσία ή γάμος ανάμεσα σε αδελφό και αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + μῖξις] … Dictionary of Greek
ἀδελφομιξίας — ἀδελφομιξίᾱς , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem acc pl ἀδελφομιξίᾱς , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφομιξίαι — ἀδελφομιξίᾱͅ , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
братосъмѣшениѥ — БРАТОСЪМѢШЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Кровосмешение: братосъмѣшениѥ. оубиицѩ лѣто исповѣстьсѩ (ἀδελφομιξία) КЕ XII, 195а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδελφομίκτης — και αδελφομείκτης, ο αυτός που εχει διαπράξει αδελφομιξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μ(ε)ιγνύω, μ(ε)ίγνυμι] … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek